- αναγραμμάτιση
- η [αναγραμματίζω]ο αναγραμματισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναγραμματίζω — (Μ ἀναγραμματίζω) αλλάζω τη σειρά τών γραμμάτων μιας λέξης ή φράσης έτσι ώστε να σχηματιστεί νέα λέξη ή φράση, π.χ. αήρ: Ήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάγραμμα. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αναγραμματισμός νεοελλ. αναγραμμάτιση] … Dictionary of Greek